- υστεροπληγία
- η(ιατρ.), παράλυση της υστέρας (της μήτρας).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
υστεροπληγία — η, Ν ιατρ. παράλυση τής μήτρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < υστέρα «μήτρα» + πληγία (< πληγος < πληγή), πρβλ. καρδιο πληγία] … Dictionary of Greek